ροκάνι

ροκάνι
plane

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ροκάνι — και ρουκάνι, το Ν ξυλουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την εξομάλυνση και λείανση επιφάνειας ξύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροκάνα / ῥυκάνη*] …   Dictionary of Greek

  • ροκάνι — το ιού, και ρουκάνι, το ξυλουργικό εργαλείο, η πλάνη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… …   Dictionary of Greek

  • ροκανίδι — και ρουκανίδι, το, Ν [ροκάνι] μικρό κομμάτι, φλούδα ξύλου, απόξεσμα που βγαίνει από την επιφάνεια τού ξύλου κατά τη λείανσή του με ροκάνι …   Dictionary of Greek

  • ρυκάνη — η / ῥυκάνη, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥυκάνα Α ξυλουργικό εργαλείο, η πλάνη, το ροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυκάνη ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *reuk «μαδώ, γδέρνω, απογυμνώνω» (πρβλ. λατ. runco «σκαλίζω, βοτανίζω») + επίθημα άνη (πρβλ. δρεπ άνη, σκαπ …   Dictionary of Greek

  • ρόκανο — το, Ν το ροκάνι τού ξυλουργού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροκάνι, κατά τα ουδ. σε ο] …   Dictionary of Greek

  • рак — I I, род. п. а, укр., блр. рак, русск. цслав. ракъ, болг. рак, сербохорв. ра̏к, словен. ràk, род. п. raka, чеш., слвц., польск., в. луж., н. луж. rak. Не имеет удовлетворительной этимологии. Предположение о родстве с лит. erkė овечья вошь, клещ …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -άνα — κατάλ. μεγεθυντικών ουσιαστικών της Ν. Ελληνικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. άνα αποσπάστηκε από μεγεθυντικά τών ουσ. σε άνι, πρβλ. πλατάνι πλατάνα, ροκάνι ροκάνα, φουστάνι φουστάνα και χρησιμοποιείται στον σχηματισμό μεγεθυντικών από ουσ., όπως πλέξα ή… …   Dictionary of Greek

  • γλυφιδοξόος — ο λεπτό ροκάνι που χρησιμοποιείται για αυλακώσεις ξύλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυφίς ( ίδος) + ξόος < ξέω «ξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • ροκάνα — και ρουκάνα, η, Ν 1. μεγάλο ροκάνι, πλάνη 2. ιδιόφωτο ξύλινο μουσικό όργανο, με οδοντωτό τροχό στερεωμένο σε άξονα λαβή, ώστε να παράγει ισχυρό και ξηρό κρότο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυκάνη] …   Dictionary of Greek

  • ροκάνας — ο, Ν [ροκάνι] επιδέξιος διαρρήκτης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”